давнишний - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

давнишний - translation to γαλλικά


давнишний      
разг.
ancien, vieux ( перед гласн. vieil, f vieille ); de longue date ( после сущ. )
это давнишняя дружба - c'est une vieille amitié, c'est une amitié de longue date
Raoul, Raoul Razorbak, mon meilleur et plus ancien ami, était devenu fou.      
Рауль, Рауль Разорбак, мой лучший и давнишний друг, сошел с ума.
dater de loin      
1) быть старым, давнишним
2) быть старым, быть не первой молодости
3) вспоминать старину, вести рассказ издалека

Ορισμός

давнишний
прил. разг.
То же, что: давний.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για давнишний
1. Мне вспоминается один давнишний пример - настолько давнишний, что не припомню, о ком эта история.
2. Руководил заседанием мой давнишний друг Георгий Шахназаров.
3. Одним словом, газета - мой давнишний добрый собеседник.
4. Давнишний проект стал актуальным и востребованным неслучайно.
5. Он давнишний поклонник сборной и ездит практически на каждую игру.